ἀκριβεστάτων

ἀκριβεστάτων
ἀκρῑβεστάτων , ἀκριβής
exact
fem gen superl pl
ἀκρῑβεστάτων , ἀκριβής
exact
masc/neut gen superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αρίσταρχος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τραγικός ποιητής από την Τεγέα (τέλη 6ου – τέλη 5ου αι. π.Χ.). Ήταν σύγχρονος αλλά μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Ευριπίδη. Κατά τη Σούδα πήρε μέρος σε δραματικούς αγώνες για πρώτη φορά το 454 π.Χ., έγραψε 70… …   Dictionary of Greek

  • παχύμετρο — το μετρολ. όργανο ακριβέστατων γραμμικών μετρήσεων που αποτελείται από βαθμονομημένο κανόνα, ο οποίος απολήγει σε κάθετο ράμφος, και από δρομέα, που ολισθαίνει επί τού κανόνα και έχει επίσης ράμφος παράλληλο προς το προηγούμενο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”